ναύστολος

ναύστολος
ναύστολος, ον,
A dispatched or equipped as a ship, crossing the water, A.Th.858.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναύστολος — ναύστολος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που διασχίζει τη θάλασσα μεταφέροντας φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + στολος (< στέλλω)] …   Dictionary of Greek

  • ναύστολον — ναύστολος dispatched masc/fem acc sg ναύστολος dispatched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυστολία — ναυστολία, ἡ (Α) [ναύστολος] 1. ταξίδι με πλοίο 2. ναυτική αποστολή …   Dictionary of Greek

  • ναυστολώ — ναυστολῶ, έω (Α) [ναύστολος] 1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης 2. (για πλοίο) ταξιδεύω 3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο 4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”